- αυτοφάγος
- -α, -ο (Μ αὐτοφάγος, -ον)νεοελλ.(για ζωικούς και φυτικούς ορ γανισμούς) αυτός που παρουσιάζει το φαινόμενο της αυτοφαγίαςμσν.αυτός που κατατρώει τον εαυτό του.[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -φαγος < φαγείν, απαρμφ. αόρ. β' του εσθίω].
Dictionary of Greek. 2013.